- εισάγω
- (AM εἰσάγω)1. οδηγώ κάποιον μέσα («τόν εισήγαγε στην αίθουσα τού θρόνου», «μόνον δὲ σὺν τέκνοισι μ' εἰσάγει δόμοις»)2. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο («εἰσάγω καθετήρα...»)3. (για εμπορεύματα) φέρνω από άλλη χώρα («εισάγει πρώτες ύλες», «εἰσάγω οἶνον Ἀθήναζε»)4. μεταφέρω από αλλού ή καθιερώνω νέα ήθη, έθιμα, θεσμούς κ.λπ. (α. «εισήγαγε την αρχή τής δεδηλωμένης» β. «εἰσάγω καινὰ δαιμόνια» — εισάγω νέους θεούς, νέες αρχές» γ. «εἰσάγουσι τελετὰς πονηράς»)5. οδηγώ, παρουσιάζω κάποιον στη σκηνή, σε ανώτερο αξιωματούχο κ.λπ. («τόν εισήγαγε στον πατριάρχη», «εἴσαγ', ὦ Θέογνι, τὸν χορόν»)6. φέρνω υπόθεση ενώπιον τού δικαστηρίου («εισάγω την υπόθεση», «εἰσάγω δίκην, γραφήν» κ.λπ.)7. παρουσιάζω προς συζήτηση στη βουλή, σε συμβούλιο, επιτροπή, κ.λπ. («εισάγει το νομοσχέδιο», «εἰσάγει ψήφισμα εἰς τὴν βουλήν»)νεοελλ.(για σχολεία, νοσοκομεία κ.λπ.) ενεργώ ώστε να γίνει δεκτός («εισάγονται στις ανώτατες σχολές», «εισάγω στο νοσοκομείο»,μσν.τοποθετώαρχ.1. (-ομαι) κάνω κάποιον να πάρει μέρος σε ομαδική ενέργεια, όπως σύλλογο, συνωμοσία κ.λπ.2. εγγράφω ως μέλος3. καταγγέλλω, μηνύω4. καταγράφω, καταχωρίζω5. οι εισαγόμενοια) αρχάριοι, πρωτόπειροι γιατροίβ) εκκλ. κατηχούμενοι λαϊκοί, δόκιμοι μοναχοί6. φρ. α) «εἰσάγειν, εἰσάγεσθαι γυναῑκα» νυμφεύομαιβ) «εἰσάγειν εἰς σπονδάς» — κάνω κάποιον μέτοχο τών σπονδώνγ) «ἰατρὸν εἰσάγειν τινί» — καλώ τον γιατρόδ) «εἰσάγω τινὰ εἰς τὴν βουλήν» — προσάγω ένοχο στη βουλήε) «εἰσάγω τινά»(για λογιστές) ελέγχω τους λογαριασμούς άρχοντα κατά την παράδοση τής αρχής.
Dictionary of Greek. 2013.